-
1 πολῑτικός
πολῑτικός, den Bürger betreffend, bürgerlich; ξύλλογος, Plat. Gorg. 452 e; οἶκοι, Bürgerhäuser, Isocr. 2, 21; στράτευμα, aus Bürgern bestehend, im Ggstz von συμμάχων, Xen. Hell. 4, 4, 19 u. oft, wie οἱ πολιτικοὶ ἱππεῖς, Pol. 1, 9, 4; bes. im Ggstz von ξένοι, ξενικόν (so auch μάγειρος πολιτικός im Ggstz des ἐκτόπιος, Ath. XIV, 659 a, u. nach B. A. 99 stehen den ἄγρια ϑηρία die πολιτικά, Hausthiere, entgegen). – Bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt, ὁ πολιτικός, der Staatsmann, Plat. defin. 415 c πολιτικὸς ἐπιστήμων πόλεως κατασκευῆς; so ἐπιϑυμεῖς πολιτικὸς εἶναι, Gorg. 513 b; Euthyd. 305 c u. öfter; vgl. Xen. Cyr. 2, 2, 14; πολιτικὴ ἐπιστήμη, die Kunst der Staatsverwaltung, Plat. Polit. 303 e; τέχνη, Gorg. 521 d; auch πολιτικὸς βίος, Rep. VII, 521 b; πολιτικαὶ πράξεις, Hipp. mai. 281 c, u. sonst; auch πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben, Gorg. 521 d Apol. 31 d; im Ggstz von τὰ οἰκεῖα, Thuc. 2, 40; τὸ πολιτικόν, die Gesammtheit der Bürger, die Bürgerschaft, Her. 7, 103; – πολιτικὴ χώρα, ager publicus, Pol. 6, 45, 3. – Ueberh. in Beziehung auf das Leben im Staate, öffentlich, λόγος u. dgl.; dem Staate nützlich, πολιτικώτατον κτῆμα, Xen. Cyr. 1, 5, 12; auch den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich, Pol. 24, 5, 7 u. öfter; u. so im adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich, 18, 31, 7; vgl. noch οὐκ ἴσως οὐδὲ πολιτικῶς ἔνιοι πολιτεύονται, Dem. 10, 74; πολιτικῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151. – Von der Sprache und dem Ausdrucke, wie sie im bürgerlichen Leben oder in öffentlichen Verhandlungen gelten, vgl. Schaef, zu D. Hal. de C. V. p. 6, 7.
-
2 πολῑτικός
πολῑτικός, den Bürger betreffend, bürgerlich; οἶκοι, Bürgerhäuser; στράτευμα, aus Bürgern bestehend; bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt; ὁ πολιτικός, der Staatsmann; πολιτικὴ ἐπιστήμη, die Kunst der Staatsverwaltung; πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben; τὸ πολιτικόν, die Gesamtheit der Bürger, die Bürgerschaft; πολιτικὴ χώρα, ager publicus; überh. in Beziehung auf das Leben im Staate: öffentlich; dem Staate nützlich: πολιτικώτατον κτῆμα; den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich; adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich -
3 πολιτικός
A of, for, or relating to citizens, ;οἶκοι Isoc.2.21
; αἱ π. λειτουργίαι, opp. αἱ τῶν μετοίκων, D.20.18; π. κοινωνία, βίος, Arist.Pol. 1252a7, 1254b30;π. νόμος IG9
(1).32.22 (Stiris, ii B. C.), PHal.1.79, cf. PPetr.3p.49 (iii B. C.), Mitteis Chr. 31 vii 9 (ii B. C.); π. χώρα, Lat. ager publicus, Plb.6.45.3;παῖδες π. IG14.748
([place name] Naples); χορὸς π. ib.7.1776 ([place name] Helice); at Rome, π. στρατηγία office of praetor urbanus (i. e. qui inter cives ius dicit), Plu.Brut. 7. Adv. -κῶς, κινεῖν bring a civil action, Cod.Just.4.20.13.1.c πολιτικός, ὁ, official, PTeb.208 (i B. C.), Sammelb. 286 (pl.), POxy. 34 iii 10 (pl., ii A. D.), etc.2 befitting a citizen, civic, civil,ἰσονομία Th.3.82
;σχῆμα π. τοῦ λόγου Id.8.89
;ἀγῶνες X.Mem.2.6.26
;π. ἀρετή Id.Lac. 10.7
; ἡ -ωτάτη ἔρις ib.4.5; τὰ πολιτικά civil affairs, opp. τὰ πολεμικά, Id.Eq.2.1, cf. Hier.9.5; more constitutionly,Arist.
Pol. 1305b10; π. ἀρχή, opp. δεσποτική, ib. 1254b4; observant of social order, Plb.34.14.2. Adv. -κῶς, ἔχειν act like a citizen, in a constitutional manner, Isoc.4.79; οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ib. 151;οὐκ ἴσως οὐδὲ π. D.10.74
; οὕτω.. ἀρχαίως εἶχον, μᾶλλον δὲ π. the Greek states were so much like members of one state, Id.9.48; π. ἄρχειν, opp. βασιλικῶς, Arist.Pol. 1259b1; opp. δεσποτικῶς, ib. 1324a37; of animals, more socially,Id.
HA 589a2: hence,b civil, courteous, Plb.23.5.7. Adv. civilly, courteously,πράως καὶ π. μεμψιμοιρεῖν Id.18.48.7
.3 consisting of citizens or of one's fellow-citizens, τὸ πολιτικόν the community, Hdt.7.103, cf. Th.8.93; τὸ π. στράτευμα, opp. τὸ τῶν συμμάχων, X.HG4.4.19: without στράτευμα, ib.5.3.25, etc.;αἱ π. δυνάμεις Aeschin.3.98
; opp. οἱ σύμμαχοι, D.18.237, cf. 9.48; π. δικαστήριον a court composed of locally appointed citizens, opp. ξενικὸν δ. (one composed of foreigners invited from abroad), SIG306.28 (Tegea, iv B. C.), 976.9 (Samos, ii B. C.);οἱ π. ἱππεῖς καὶ πεζοί Plb.1.9.4
, cf. D.S.19.106; τὰ π. σώματα prob. cj. for τὰ πολεμικὰ σ. in Plb.4.52.7, cf. SIG588.64 (Milet., ii B. C.);σῶμα π. IG12(7).386.25
(Aegiale, iii B. C.); οἱ π., = οἱ πολῖται, ib.22.2316.54.4 living in a community,ἄνθρωπος φύσει π. ζῷον Arist.Pol. 1253a3
;πολιτικὰ δ' ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων τὸ ἔργον Id.HA 488a7
; also, fit for, characteristic of, free government, Id.Pol. 1287b38, 1294b1; πλῆθος ib. 1288a12.5 secular, opp. ecclesiastical, (Beroea, iii B. C.), cf. 526.35 (Itanus, iii B. C.), OGI267.29 (Pergam., iii B. C.); οἱ π. the laity, Lyd. Mens.3.10.II of or befitting a statesman, statesmanlike,δεινότητες Nausiph.2
; ψυχαὶ -ώτεραι, opp. οἰκονομικώτεραι, X.Cyr.2.2.14, cf. Pl.Alc.1.133e; the statesman,Arist.
Pol. 1252a7, 1274b36, 1276a34; also, title of a dialogue by Plato.III belonging to the state or its administration, political,οἰκείων καὶ π. ἐπιμέλεια Th. 2.40
;τέχνη π. Democr.157
, Pl.Prt. 319a, Grg. 521d; ἡ π. ἐπιστήμη, ἡ π., the science of politics, opp. οἰκονομική, βασιλική, Id.Plt. 259c, 303e (in Arist. politics includes ethics, EN 1094b11, Rh. 1356a27, and is divided into πολιτική (proper) καὶ οἰκονομία καὶ φρόνησις, EE 1218b13, cf. EN 1141b23 sq.);π. πράγματα Isoc.4.113
; ; ; λόγος, title of work by Antipho Soph., Hermog.Id.2.11, etc.; τὰ π. public matters,γνῶναι Th.2.40
, cf. 6.15,89;πράττειν τὰ π. Pl.Grg. 521d
, cf. Ap. 31d, etc.; but τὰ π. βλάπτειν prejudice the weal of the state, Id.R. 407d.2 civil, municipal, opp. natural or general,οὐ γὰρ ἐκ π. αἰτίας D.21.218
.IV generally, having relation to public life, political, public, opp. κατ' ἰδίας, Th.8.89;π. τιμαί X.Mem.2.6.24
; λόγοι civil oratory, Isoc.15.46, D.H.Comp.1, al.;τίς π. καὶ κοινὴ βοήθεια; D.18.311
. Adv. [comp] Comp. -ώτερον, litteraeπ.
scriptaeCic.
Att.5.12.2.V suited to a citizen's common life, ordinary,κάνναθρον X.Ages.8.7
; belonging to common usage,τῶν ὀνομάτων τὰ π. Isoc.9.10
; drawn from ordinary life,παραδείγματα Gal.5.221
; τὰς π... χρείας [τοῦ σκέλους] ordinary, opp. wrestling and dancing, Id.2.299; ὁ π., opp. ὁ ποιητής, Phryn.45. Adv. -κῶς, λέγειν, opp. ῥητορικῶς, Arist.Po. 1450b7; ;ἑρμηνεύειν Gal.18(1).415
.VI πολιτική, ἡ, concubine, mistress, PGrenf.2.73 (iii A. D.), POxy.903.37 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτικός
См. также в других словарях:
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek